Translate

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Bollnäs, Sverige.



 Tο ξυπνητήρι άρχισε να χτυπάει, είναι 6.30 το πρωί. Με δυσκολία απλώνει το χέρι του στο κομοδίνο για να το κλείσει. Δεν θέλει να σηκωθεί από το κρεβάτι, σκεπάζεται με το πάπλωμα μέχρι πάνω για άλλα πέντε λεπτά. Δεν καταφέρνει να κοιμηθεί καθώς δέχεται επισκέψεις στο κρεβάτι του. Είναι ο γιος του που μπαίνει τρέχοντας στο δωμάτιο και πηδάει πάνω στο κρεβάτι. Τον ξεσκεπάζει και του λέει «Μπαμπά, μπαμπά,  ξύπνα! Πάμε στην κουζίνα να μου φτιάξεις πρωινό!». «Ω, Martin, άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα», του απαντάει με φωνή που μόλις ακούγεται. «Όχι, πρέπει να ξυπνήσεις, πεινάω και δεν θέλω να αργήσω για το σχολείο».

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

Emigre Αρχή (Book in progress)







Παρνασσός. Ελλάδα


Η καταιγίδα δυναμώνει, με δυσκολία βλέπει τον δρόμο καθώς οι υαλοκαθαριστήρες στριγκλίζουν σαν τρελοί πέρα δώθε. Υπάρχουν ορισμένες λάμψεις φωτός, σαν φλας φωτογραφικής μηχανής που δίνουν την υποψία μέρας σε αυτή τη βαθιά νύχτα. Είναι οι αστραπές που σκίζουν σαν ξυράφια τον ουρανό και φωτίζουν μαγικά τον δρόμο τους.

Με δυσκολία βλέπει κάτι να αναβοσβήνει στην άκρη του δρόμου, φρενάρει απότομα. Είναι ένα τεράστιο βέλος από πορτοκαλί λαμπάκια που αναβοσβήνει όπως τα φώτα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και τον υποχρέωνε να στρίψει δεξιά λόγω έργων επί της οδού όπως κατάφερε να διακρίνει από την πινακίδα ακριβώς δίπλα στο βέλος. Ανεβαίνει σε ένα δύσβατο δρόμο στο βουνό, η ανηφόρα έμοιαζε κάθετη, το αυτοκίνητο δυσκολευόταν να την ανέβει, βρυχόταν σαν λιοντάρι, ήταν η πρώτη φορά που περνούσε από εκεί, παντού ερημιά και σκοτάδι. Το μέρος του ήταν εντελώς άγνωστο και έδινε πραγματική μάχη να κρατήσει το αυτοκίνητο στο δρόμο καθώς οι στροφές τύλιγαν το αυτοκίνητο σαν φίδια. Έβρεχε καταρρακτωδώς, η ορατότητα ήταν σχεδόν μηδαμινή, με δυσκολία έβλεπε τις λευκές λωρίδες του δρόμου. Ξαφνικά ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος (κάτι χτύπησε), σχεδόν αμέσως χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου, ο δρόμος γλιστρά, δεν βλέπει, τα λάστιχα γρυλίζουν στην προσπάθεια να φρενάρει το αμάξι, βάζει όλες του τις δυνάμεις και με διάφορους ελιγμούς καταφέρνει να το σταματήσει.



«Θεέ μου σε ευχαριστώ,» Μουρμουρίζει δειλά. Είχε κοπεί η ανάσα του, η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, σταμάτησε στην άκρη του γκρεμού και δεν ήξερε τι ήταν αυτό που είχε χτυπήσει και τον έκανε να ανατραπεί από την πορεία του. Από τον θόρυβο ξύπνησε η γυναίκα του και τα παιδιά του και ρωτούσαν αναστατωμένοι για το τι είχε συμβεί. Αυτός από το σοκ δεν είπε κουβέντα, χάθηκε στις σκέψεις του, του περνούσε από το μυαλό ότι μπορεί να είχε χτυπήσει και άνθρωπο.


«Ποιός θα μπορούσε να είναι με αυτή την καταιγίδα σε αυτή την ερημιά». Αναρωτιέται και από τα χείλη του βγαίνει ένας αναστεναγμός.



«Πρέπει να φανείς δυνατός». Σκέφτεται και προσπαθεί να τους καθησυχάσει και να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο. Γυρίζει το κλειδί και ανάβουν όλες οι λυχνίες, το αμάξι κάνει έναν ήχο σαν γουργουρητό χωρίς όμως να παίρνει μπρος. Γυρίζει την μίζα ξανά και ξανά. Τίποτα. Μοιάζει καρφωμένο στο δρόμο. Σκέπτεται στιγμιαία τί να ήταν αυτό που του προκάλεσε τόσο μεγάλη βλάβη. Πρέπει να βγει έξω να δει την ζημιά και να εξακριβώσει τι την προκάλεσε. Παίρνει το φακό που έχει στο ντουλαπάκι και ετοιμάζεται να βγει. Βγαίνοντας έξω συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να πάει στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, τον πιάνει τρόμος όταν συνειδητοποιεί ότι δεν υπήρχε επιστροφή της δέσμης του φωτός μπροστά του η οποία χανόταν στο άπειρο. Φεύγει σαστισμένος προς τα πίσω, ήταν αδύνατο να δει, η βροχή ήταν τόσο δυνατή που ένιωθε σαν χιλιάδες σφαίρες τον πυροβολούν και να σκίζουν την σάρκα του. Πόνεσε το κορμί του από τη μανία της βροχής. Εγκαταλείπει την προσπάθεια να προχωρήσει παρακάτω, γυρίζει στο αυτοκίνητο, βρεγμένος ως το κόκαλο, σαν δαρμένο σκυλί. Η γυναίκα του ήταν κι αυτή τρομαγμένη, προσπαθούσε όμως, να διατηρήσει την ψυχραιμία της λόγω των παιδιών. Τον ρωτάει με ανυπομονησία τι είδε και αυτός της απαντάει με κοφτή φωνή.



«Πρέπει να καλέσω την οδική ασφάλεια γιατί το αυτοκίνητο έχει μεγάλη ζημιά, μάλλον χτυπήσαμε κορμό δέντρου».


Βγάζει το κινητό του και καλεί κατευθείαν τον αριθμό της οδικής, περιμένει λίγο, δεν ακουγόταν τίποτα από την άλλη μεριά, μόνο ο ήχος που απέρριπτε την κλήση. Κοιτάζει σαστισμένος την οθόνη του κινητού και βλέπει πως δεν υπήρχε κάλυψη δικτύου.


«Τί έγινε;» Ρωτάει η γυναίκα του.


«Δεν υπάρχει καθόλου δίκτυο, δεν μπορώ να καλέσω». Την κοιτάζει και ο τρόμος φαίνεται στα μάτια του. Αμέσως βγάζει και αυτή του το κινητό της από την τσάντα για να προσπαθήσει να τηλεφωνήσει, τίποτα όμως, το σήμα δεν κάλυπτε την περιοχή που βρισκόταν.


Ο φόβος άρχισε να κυριαρχεί. Προσπαθούσε να σκεφτεί τι άλλο να κάνει όμως με αυτή την καταιγίδα δεν υπήρχε λύση, έπρεπε να περιμένουν να κοπάσει και να έρθει το πρωί ή αν ήταν τόσο τυχεροί να περνούσε κάποιος να τους βοηθήσει. Εκεί που τους τύλιγε η παράνοια και χιλιάδες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό τους έχει την εντύπωση πως βλέπει από τον καθρέφτη φώτα να πλησιάζουν τα οποία έμοιαζαν σαν να χορεύουν μανιασμένες πυγολαμπίδες λόγω της καταιγίδας. Πετάγεται σαν ελατήριο από το κάθισμα και όντως υπήρχαν αυτά τα φώτα, άρχισε να βγάζει κραυγές ανακούφισης ότι η περιπέτεια τους τελειώνει ή μήπως όχι, αυτή η σκέψη πέρασε αστραπιαία από το μυαλό του. Όσο πλησίαζαν τα φώτα ένιωθε πως κάτι δεν πάει καλά, έμοιαζαν να πηγαίνουν καταπάνω του, ήταν και αυτή η καταραμένη καταιγίδα που έμπαινε μπροστά του και δεν του επέτρεπε να δει καλά. Όταν έφτασε πιο κοντά είδε ότι ήταν ένα φορτηγό το οποίο για κακή τους τύχη έμοιαζε ανεξέλεγκτο, ναι είχε διπλώσει στην στροφή, τα φώτα χάνονται και ακούει μονό το μέταλλο που σκίζει την άσφαλτο με μανία και έρχεται σαν το αγρίμι να τους κατασπαράξει. Αμέσως έτρεξε να βγάλει την οικογένειά του έξω από το αυτοκίνητο όμως οι πόρτες δεν ανοίγουν, το αυτοκίνητο είναι νεκρό, τα πάντα έχουνε μπλοκάρει. Ενστικτωδώς δίνει μια κλωτσιά στο παράθυρο, σπάει και γίνεται κομμάτια, έχει την ελπίδα ότι θα μπορέσει να τους βγάλει όλους από μέσα πριν το φορτηγό πέσει πάνω τους και τους παρασύρει σε βέβαιο θάνατο. Η καρδιά του χτυπάει σαν τρελή, τα παιδιά κλαίνε, η γυναίκα του ουρλιάζει.



«Πρέπει να βγούμε όλοι έξω, θα πεθάνουμε, βοήθεια!! Κάνε κάτι, γρήγορα το φορτηγό πλησιάζει. Να βγάλουμε έξω τα παιδιά».


Ουρλιαχτά παντού, δικά του, της γυναικάς του, των παιδιών του….



….Ξαφνικά ησυχία, μια απόλυτη ηρεμία....



Το φορτηγό έπεσε επάνω τους με ιλιγγιώδη ταχύτητα και οι φωνές τους πνίχτηκαν από το κροτάλισμα των μέταλλων καθώς γίνονταν ένα σώμα με το φορτηγό. Αυτή η μάζα μετάλλων και ανθρώπων σε δευτερόλεπτα έπεσε στον βαθύ γκρεμό. Δεν υπήρχε καμία σωτηρία, μόνο λαμαρίνες, αίμα και φωτιά που αγκάλιασε σχεδόν αμέσως τις σωρούς τους παρόλη την λύσσα της βροχής να ξεπλύνει το κακό.